νεοφερμένος

νεοφερμένος
-η, -ο
αυτός που πρόσφατα ήρθε ή τον έφεραν, αλλ. νιόφερτος: Νεοφερμένοι πρόσφυγες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • νεοφερμένος — και νιοφερμένος, η, ο αυτός που ήλθε πρόσφατα ή αυτός που τόν έφεραν πρόσφατα, νιόφερτος …   Dictionary of Greek

  • νέηλυς — ο, η (Α νέηλυς, ήλυδος) αυτός που ήλθε πρόσφατα ή για πρώτη φορά σε έναν τόπο, νεοφερμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)* + ηλυς (< θ. ελυθ μηδενισμένη βαθμίδα τής ρίζας ελευθ τού ἐλεύθω «έρχομαι»), πρβλ. έπ ηλυς, μέτ ηλυς. Το η τού τ. (αντί ελυς)… …   Dictionary of Greek

  • νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… …   Dictionary of Greek

  • νεόφερτος — και νιόφερτος, η, ο νεοφερμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή] …   Dictionary of Greek

  • νιοφερμένος — η, ο βλ. νεοφερμένος …   Dictionary of Greek

  • νεόφερτος — η, ο βλ. νεοφερμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”